- παραπρεσβευτής
- παραπρεσβ-ευτής, οῦ, ὁ,A dishonest ambassador, Sch.Ar. Nu.691.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραπρεσβευτής — ὁ, Α [παραπρεσβεύω] ανέντιμος, δόλιος πρεσβευτής που διεξήγε τις υποθέσεις τής πρεσβείας του κατά παράβαση τών εντολών τις οποίες είχε λάβει από την πόλη του … Dictionary of Greek
παραπρεσβευτήν — παραπρεσβευτής dishonest ambassador masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)